[ -ca.?- ]ατ̣ερζ( ) Σαν[ -ca.?- ] → [διέγρ(αψεν) Π]α̣τ̣ερ̣ζ(μῆθις) Πατερ[ζ(μήθιος) ὑπ(ὲρ) λαογρ(αφίας)], R. Duttenhöfer (from photo)