ἃς σπείρωι (l. σπείρω) BL 1.117 (Zereteli) : ἃς δώσωι (l. δώσω) CPR 1 31 → ἀσσπερμε̣ί (l. ἀσπερμί), N. Gonis (based on Wilcken, BL 1.117; from photo)