τετρακ(αιεικοστὸν) (πυροῦ ἀρτάβαι) γ κ̣̄δ̣̄μ̣̄η̣̄ → τετρακ(αιεικοστὸν) (γίν.) (πυροῦ ἀρτάβαι) γ β̄κ̄δ̄, D. Hagedorn, O.Heid. 275, n. 1.5.