μεμέτ(ρηκεν) υἱὸ(ς) Πετεα[ρπ(ρὴς) Ἀ]μφιώμιο(ς) → μεμετ(ρήκασιν) υἱῶ(ν) or υἱο(ὶ) Πετεα[ρπ(ρὴς) Ἀ]μφιώμιο(ς), J.M.S. Cowey - D. Hagedorn, O.Heid. 155, n. 1.