ιε (ἔτους)| ὀνό(ματος) Ερο ̣( ) καὶ ̣ ̣ ̣ ̣( ) → ιε (ἔτους)| Τιβερ[ί]ο(υ) [Κα]ί̣σ̣α̣ρο(ς) Σε̣β̣α̣σ̣τ̣ο̣ῦ̣, D. Hagedorn, O.Heid. 146, n. 6-7.