Θασουχίῳ γυναικεὶ τῆ(ι) θυ(γατρὶ) Νεκσούχις → Θασουχίῳ. Ἐπικελεύ(ει) [ὁ] πα(τὴρ) Νεκσοῦχις (nach dem Photo), W. Clarysse - M. Depauw, Z.P.E. 131 (2000), S. 127.