Θέκλας (l. Θέκλᾳ) ἀπ(όδος) ἐν οἰκίᾳ Λαλλόχ[ου] → ἀ]π̣(όδος) Θέκλας (l. Θέκλᾳ) ἀπ̣η̣νοικια (sic) Λαλλα | β̣ι̣. (am Original), N. Gonis, Z.P.E. 136 (2001), S. 117, Anm. 3 (zu P. Oxy. 1. 182).