. . .]ι̣ς ἐκῖ ἐὰν | [μὴ (?)] π̣έμπις (l. πέμπῃς)· → [. . .]ισεκι. ἐὰν | [νῦν] πέμπις (viell. für πέμσῃς, l. πέμψῃς), N. Litinas, Archiv 45 (1999), S. 79-80 .