[νό(μισμα) α ἕνα] μό(νον). Μεσο(ρή) → [νό(μισμα) α ἓν μό(νον).] μ(ηνὸς) Μεσο(ρή) (nach dem Photo), N. Gonis, Z.P.E. 131 (2000), S. 154, Anm. 16 mit Z.P.E. 137 (2001) S. 226, Anm. 12.