α̣[. . .]χηνοβοσκικο . [ ± 10 ] . . εια[.] ἡ̣μ̣ᾶ̣ς̣ ἐν̣τ̣ό̣ς → ἀ̣[πὸ] χηνοβοσκικοῦ [κλήρου] ἀν̣ειλημμένο̣υ̣, W. Clarysse, briefl.