τ̣[ὰς ± 10 ] κα(τοικικ ): erg. viell. τ[ὰς ὑπαρχ(ούσας) αὐτ(ῇ) κλ(ήρου)] κα(τοικικοῦ), Th. Kruse, Z.P.E. 124 (1999), S. 162, Anm. 21.