τριβακὸν [. . . . . .] | καὶ τὸν χιτῶνα | τεκ . . [- - - → (Z. 13-14) τριβακὸν [σωμα]|τεκμαγῖ̣ο̣ν̣ `καὶ τὸν χιτῶνα´ [. . .] . . [. .] (nach dem Photo), E. Puglia, Analecta Pap. 13 (2001), S. 154.