ἔνδο(ν) | [τοῦ οἰκείου νεύ]οντος εἰς (B.L. 7, S. 211) ἀπηλιώτη(ν) | [ἓν ἀν]εῳγμέν[ο]ν → ἔνδο(ν) | [ἐποικί-ου βλέπ]οντος (oder βάλλ]οντος) εἰς ἀπηλιώτη(ν) | [τόπον (oder κέλλαν o.ä.) ἀν]εῳγμέν[ο]ν, N. Gonis, Z.P.E. 124 (1999), S. 194.