[Ἐγὼ Φλ(άουιος) Ἀδέλφιο]ς. Στυχοῖ (l. Στοιχεῖ) → [Φλ(άουιος) (Name) ὀπτίων] στυχε̣ῖ (l. στοιχεῖ) und καθώς → καθό̣ς (l. καθώς)
[Ἐγὼ Φλ(άουιος) Ἀδέλφιο]ς. Στυχοῖ (l. Στοιχεῖ) → [Φλ(άουιος) (Name) ὀπτίων] στυχε̣ῖ (l. στοιχεῖ) und καθώς → καθό̣ς (l. καθώς)