Λεοντο[κλιβαναρίων χ(αίρειν).] | [Ἐσχήκαμεν λόγῳ τροφ]ήμων (l. τροφίμων) τ[οῖς] → Λεωντω[κλιβα]-|[ναρίων (l. Λεοντοκλιβαναρίων) χ(αίρειν)· δέδωκας δι'( )] ἡ̣μῶν το̣ῖ̣ς̣