ζημιωθῶμεν ἄκαιρον ζημίωμα̣ | ᾿Ιοῦλις → ζημιωθῶμεν | `ἄ̣καιρον ζημίαν.´ Ἰ̣[οῦλι]ς (ϊουλις? Pap.), A. Papathomas, Z.P.E. 137 (2001), S. 242 (am Original).
ζημιωθῶμεν ἄκαιρον ζημίωμα̣ | ᾿Ιοῦλις → ζημιωθῶμεν | `ἄ̣καιρον ζημίαν.´ Ἰ̣[οῦλι]ς (ϊουλις? Pap.), A. Papathomas, Z.P.E. 137 (2001), S. 242 (am Original).