ἐπερ[ω]τηθ(έντες) ὑπὸ σ[οῦ] gefolgt von ὡμολογήσαμεν in irgendeiner Form (B.L. 10, S. 185) → ἐπερωτηθ(έντες) ὑπὸ σοῦ ὡμ̣[ο]λ̣ο̣γ̣ή̣(σαμεν), D. Hagedorn - K.A. Worp, Worp, Z.P.E. 134 (2001), S. 177.