[. . .] . . . [. . . .] . ω κομπρόμισσον → [στοι]χῖ (l. στοιχεῖ) μ̣[ο]ι τ[όδε] τὼ κομπρόμισον (l. τὸ κομπρόμισσον), D. Hagedorn - K.A. Worp, Z.P.E. 134 (2001), S. 176 (nach dem Photo).