Παχ̣ῶς Ψεναν̣ούπ(ιος): viell. Πε̣τ̣ε̣χ̣ε̣σ̣π̣(οχράτης) Ψεναν̣ούπ(ιος), N. Gonis, Z.P.E. 150 (2004), S. 195.