θυγατήραν Πόλου (?) (B.L. 7, S. 181) → θυγάτηρ Ἀμπόλου (ed.pr.); Ἄμπολος viell. Variante für Ἀπολλῶς, G. Nachtergael, Chr.d’Ég. 78 (2003), S. 270.