Ἀρσ(ινοείτου) | Νεικολάου ὀνό(ματος) → wohl Ἀρσι̣ν̣ό̣(ης) κ̣α̣ὶ̣ Ἱ̣ε̣ρ̣ᾶ̣ς̣ | Νεικολάου ὀνόμ̣[ατος] (nach dem Photo), F. Reiter, Z.P.E. 134 (2001), S. 199-200 und Anm. 44.