ὄνο(ι) . . [εἰ]σάγ(οντες) γ(όμοι) | ι: viell. ὄνο(ι) δ[έ]κα γ(ίνονται) ὄν(οι) | ι, P. Köln 9. 380, Einl., S. 168, Anm. 5.