Ἀμμώνιος | [ἐπιμελητής: l. Ἀμμωνίῳ | [ἐπιμελητ]ῇ, oder eher ὀπτί(ων) → ὀπτί(ωνι), B. Kramer, Archiv 47 (2001), S. 339.