[ὁ ± 14 ] . ος: viell. [ὁ ὑφ' ὑμῶν τεταγμέ]ν̣ος oder [ὁ ὑπὸ σοῦ τεταγμέ]ν̣ος, J.D. Sosin, Z.P.E. 127 (1999), S. 133.