P. Wash.Univ. 1 ⇧
-]|μέον̣ος ὑγιένοντό̣ς̣ σου ἀπ̣ο̣λ̣[ → εὔχο]|με ὅπ̣ω̣ς ὑγιαίνοντός σου άπολ[άβῃς, P. Wash.Univ. 2, S. 244.
1-2
→ (mit B.L. 9, S. 372) πρὸ μὲν πάντων εὔχο]|με (l. εὔχομαι) ὅπως ὑγιαίνοντός σου ἀπολ[άβῃς τὰ παρ᾽ ἐμοῦ γράμματα oder τὴν παρ᾽ ἐμοῦ προσηγορίαν, N. Gonis, Z.P.E. 119 (1997), S. 141.