P. Genf 1 ⇧
ἀλλὰ κ[αὶ τὰ] ἀκάνθια εἰσέβαλον εἰς τὸ αὐτὸ | πλοιάριν παρὰ πραγματευτοῦ ἠγορ[ασθέντ]α περὶ κτλ. Pr.
1
† Τῶ; μ(ε)τ(ὰ) θε(ὸ)ν ἀγαθῷ μ̣ο̣υ̣ [δ]εσπ(ότῃ) τῷ πανευ̣(φήμῳ) κ(αὶ) θεοφυλάκ(τῳ) Κύ†/ρῳ | παρὰ κτλ. Nicole, Add. S. 36. W., A III 384.
10
κόμις ῾Ηράκλεις κτλ. Nachher: ὁ θεός, θεοφύλακτε | δέσποτα, δισφόρως ἐκινδύνευσα εἰς τὴν ἐνο̣ρία[ν] . . . φ[υγ]εῖν διὰ τὸ μὴ περιφρονεῖν μ̣ε̣ | περὶ τὰ κτλ. W., A III 385. Nicole, Add. S. 36.
11
] ἀκάνθια (B.L. 1, S. 461): Adjektiv, scil. ξύλα, B. Kramer, Z.P.E. 97 (1993), S. 132.
15
τὰ ταπεινά μου ἄλογα ἐπήρθησαν = 'meine armen Tiere sind mir genommen worden' S. G. Kapsomenakis, Vorunters. z. e. Grammatik d. Pap.Münchn. Beitr. z. Pap. 28 (1938), S. 93.
P. Genf 1 (2. Aufl.) ⇧
26
ὅπως συν ̣ ̣[ ̣ ̣ ̣] τῆς σ̣υγκροτήσεως ἀξιούμενο[ς ± 11 ] → ὅπως συνή̣θ̣[ως] τῆς σ̣υγκροτήσεως ἀξιούμενο[ς εὐχὰς ἀναπέμψω], J. Gascou in: La pétition à Byzance, S. 95.
27
Am Ende zu ergänzen: τῶν] (viell. ε[ὐπαθείας τῶν]), J. Gascou in: La pétition à Byzance, S. 95-96 mit Anm. 13.
28
ἁμαρτω̣λῶ[ν ± 14 ] → ἁμαρτω̣λῶ[ν ἡμῶν ὄντων, δέσποτα], J. Gascou in: La pétition à Byzance, S. 95.