P. Grenf. 2 ⇧
εἰς ῑδ̄(ἐτεῖς) (= 14 jährig). Pr.
9
| ᾽Αράβω, συναπογρ(αψάμενος) καὶ τὴν γυναῖκά μου κτλ. Kenyon, Class. Rev. 11 (1897) S. 407; anders W., A III 123.
13
ἐπ᾽ άμφόδου Βουταφίου | Διὸ κτλ. W., A III 123. Kenyon, Class. Rev. 11 (1897) S. 407.
15
γραμματ(έως) γνω(ρίζω) ᾽Ανουβᾶν κτλ. Wessely, Epikrisis 31, der auch γνω(στεύω) für möglich hält. Paul M. Meyer, B. ph. W. (1901), 246. W., A III 123, las: σεση(μείωμαι). vgl. P. Fay. 27, 32.