ἐπίτροπο[ι] | [τοὺς καλο]υμένους ἀπο̣στ̣ό̣λους [………… δἰ] ὧν κελεύειν α[ὐτο]ῖς ἔθος [τὴν] τοῦ σείτου ἐμ[β]ο|[λὴν ποιεῖσ]θ̣αι, ἐκ δὲ τοῦ κτλ. Wilcken, Chrestom. I 443 Einl. S. 522.