| [νό]το(υ) ὑ̣π̣[ολ(όγου) α (= πρότερον) Σε]νέκα, βορρᾶ γύο(υ), λιβὸ(ς) | [καὶ ἀ]πηλ(ιώτου) κτλ. Grenfell bei Vitelli, Studî Scuola pap. III S. 152.