bleeding edge
 

]θ ἡμῶν  καὶ αλων (l. ἄλλων) ἀννωντων (l. ἀννωνῶν) → παρά]σ̣χ(εσθε) Λημων (ἑκατοντάρχῳ) καὶ αλωναν̣-νωκα̣των (l. viell. ἄλλοις ἀννω<νο>­κα<πί>των oder ὀνόμασι); τεσαράκοντα → τεσ[σ]αράκο̣ν̣τ̣α̣ und γί(νεται) → γί(νονται) σίτ(ου) [μό(διοι) μβ μό(νοι)]

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #