bleeding edge
 

( → 5-6) ἀρτοκόπ̣ο̣ς̣, ἐν|[τυγ]χάνων → ἀρτοκολλ . τ̣ής (ἀρτοκολλυτής oder ἀρτοκολλητής) | [τυγ]χάνων

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #