bleeding edge
 

( → 3) σκρινιαρ(ίου) Ἑρμουπόλε[ως → στρ(ατιώτου) Μαύρ(ων) Ἑρμου̣π̣ό̣λ̣ε̣[ως]·

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #