bleeding edge
 

Τιθοῆς̣ δανιστης (l. δανειστοῦ): viell. l. Τιθοῇ oder Τιθοῆτι δανειστῇ, P. Heid. 8, S. 294, Anm. 45.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #