bleeding edge
 

τὰ κέρμα μιᾷ BL 4.6 : κερμάμια (l. κερμάτια) Chrest.Wilck. 59 : κερμάμια (l. κερμάτια (or κεράμια)) ed.pr. → κερμάτια, C. Balamoshev (from photo)

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #