bleeding edge
 

φλέγμα μεν[ε]τ̣[ὸν] ἐνκ[ε]|φάλου· κομί̣ζε[ται] → φλέγμα μέ[νον] <ἐν> ἐνκ̣[ε]|φάλο (l. ἐγκεφάλῳ)· κομί̣ζε[ι], M.-H. Marganne, Chr.d’Ég. 58 (1983), S. 252.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #