bleeding edge
 

ἰνδ(ικτίονος). | ᾽Ον(όματος) τ̣ῶ̣ν̣ κληρ(ονόμων) ᾽Ϊωάννου κτλ. Bell, briefl., laut Orig.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #