bleeding edge
 

πυλῶνο(ς) <πύργῳ> (Anm. des Ed.): möglich ist auch πυλῶνο(ς) <νοτίνῳ, λιβικῷ usw. μέρει>); πυρικό(ν): l. πυλικόν, P.J. Sijpesteijn, Aeg. 65 (1985), S. 33-34.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #