bleeding edge
 

| τοῖς χαλκωμ(ατουργοῖς) ὑ(πὲρ) ἀναλωμ(άτων) ἐλαίου ξ(έστας) | δ κτλ. Pr. W., GgA. 1894, 749.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #