bleeding edge
 

Κλαύ[διος] ῞Οω[ν.]. ἐ̣π̣ί̣τ̣ρ̣ο̣(πος) [οὐσίας] | Κ̣λ̣α̣υ̣[δ]ί[ας ᾽α] θ̣η̣ν̣α̣ίδος Εὐτυχίδηι | Σ̣α̣ρ̣α-πίων̣ο̣ς κτλ. Bell, briefl., laut Orig.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #