bleeding edge
 

Erg.: ἐφ᾽ [ὦν δ᾽ ἂν πλείω ἡμερῶν] | ἀργήσει (l. ἀργήση), ἐπὶ τὰς ἴσα[ς παρέξεται αὐτὸν] | ὁ πατὴρ παραμένοντα [---] | μετὰ τὸν χρόνον, [ἢ ἀποτεισάτω ἑκάστης], T. Reekmans, Chr.d’Ég. 60 (1985), S. 282, Anm. 1.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #