bleeding edge
 

κουφόρο(ι) (l. κουφοφόροι) → κουφορο(ῦντες) (l. χοο-φοροῦντες oder χοοφοροῦσι), P. Soterichos 1, Anm. zu Z. 24.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #