bleeding edge
 

Στοθοήτ̣ιος ὡς (ἐτῶν) μᾱ [ --- ἔδωκα τήν] → Στοθῆτος ὡς (ἐτῶν) μ ο(ὐλὴ) [ --- καὶ ἀπέχει τὴν]

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #