bleeding edge
 

τῷ ε[ὐλ]αβεστάτῳ [ἀββᾷ --- ἀρχιμανδρίτῃ] τ̣οῦ [ἁγίου μ]ωνα[στηρ]ίου → † τῷ ε[ὐ]λ̣αβηστάτω̣ (l. εὐλαβεστάτῳ) [ἀββᾷ] ᾽Α̣π̣ο̣λ̣λῶτος (l. ᾽Απολλῶτι) [ἀ]ρ̣[χιμ]ονδ̣[ρίτῃ τό]που, K.A. Worp, Chr.d’Ég. 59 (1984), S. 147.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #