bleeding edge
 

| ἀπὸ τῆς ῾Ερμουπ̣ο̣λιτῶν [χαίρειν. ῾Ομολογῶ μεμισθῶσθαι ἀπὸ] | τῆς σῆς λαμπρό[τητος ἀπὸ τῆς σήμερον καὶ προγεγραμμένης ἡμέρας], | ἥτις ἐστὶν Τῦβι ὀγ[δόη, ] | κτλ. Bell, briefl., laut Orig. Berger, Zschr. für vergleich. Rechtswiss. 29 (1913) S. 351109.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #