bleeding edge
 

εἵνα μή με | λ̣ανήσης (lies: με ἀ̣μελήσῃς) δι̣ [ὰτ]ῆ̣ς̣ ἐπιστολῆς κτλ. Pr. Bell, briefl., laut Orig.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #