bleeding edge
 

ἀπαρτισθη (lies: ἀπαρτίσει) τὸ ζή[τ]η[μα] διαλεξό|-[μενος οἵς δε]ῖ. | κτλ. Crönert, Stud. Pal. IV 107.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #