bleeding edge
 

(δραχμὴ) α, ἐπ(ιμερισμοῦ) ἀπό(ρων) ιδ (ἔτους) δρ(αχμὴ) μία χο , (δραχμὴ) χο. Φαῶφι γ̄ ἐπ(ιμερισμοῦ) ἀπό(ρων) το(ῦ) διεληλ(υθότος) ιγ (ἔτους) κτλ. Grenfell, P. Lond. III S, VII.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #