bleeding edge
 

ὑπὲρ αὐτ]οῦ φαμένο[υ μὴ ε]ἰ̣δένα[ι γ] ράμματα. | ᾽Εντέτακτ[αι δι]ὰ̣ τοῦ ἐν ῾Ηρα[κλ | είᾳ γραφείου. Bell, briefl., laut Orig.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #