bleeding edge
 

ὡς [(ἐτῶν).]β ο(ὐλὴ) ….( ) ἀ[ρ(ιστερ.)] → ὡ(ς) (ἐτῶν) ξβ ο(ὐλὴ) με(τώπῳ) μ̣[έ(σῳ)]

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #