bleeding edge
 

| (2. H.) ᾽Αριστοδήμωι . Εὶ ἔρρωσαι, εὖ ἂν ἔχο[ι], κἀγὼ δ᾽ ύγίαινον. Βουλόμενοι κτλ. W. briefl., laut Orig. Zustimmend Hunt briefl.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #